γιάμα
Смотреть что такое "γιάμα" в других словарях:
γιαμά — επίρρ. 1. τελοσπάντων (ερωτ. μόριο με χροιά εναντιωματική ή συμπερασματική) 2. (χρον. σύνδ.) ώσπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < για + μα] … Dictionary of Greek
εσχατολογία — Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα,… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μαχαμπαράτα — (σανσκρ. Mahabharata = μεγάλη αφήγηση των πολέμων των Μπαράτα). Σανσκριτικό έπος της Ινδίας, το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο ινδικό έργο και ένα από τα πιο εκτεταμένα συγγράμματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η αρχική συγγραφή του, η οποία… … Dictionary of Greek
Χοκουζάΐ, Κατσουσίκα — (Χόντζο, Τόκιο 1760 – Αζακούζα Χόικα1849). Ιάπωνας ζωγράφος και χαράκτης. Εργάστηκε πρώτα ως χαράκτης και έπειτα, σε ηλικία 18 ετών, πήγε στο εργαστήριο του Κατσουκάβα Σούνσο όπου διδάχτηκε τη ζωγραφική. Εκεί πήρε το όνομα Κατσουκάβα Σούνρο ή… … Dictionary of Greek